εδραίος

εδραίος
-α, -ο (AM ἑδραῑος, -α, -ον και ἑδραῑος, -ον)
ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο»)
αρχ.
1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί κίνηση
2. φρ. «ἑδραία ῥάχις» — η ράχη τού αλόγου στην οποία κάθεται ο αναβάτης
3. φρ. «ἑδραῑος ὕπνος» — βαθύς ύπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδρα + -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑδραῖος — sitting masc nom sg ἑδραῖος sitting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδραίος — α, ο 1. που στηρίζεται στερεά, ακλόνητος, ασάλευτος (κυριολ. και μτφ.): Εδραία πίστη. 2. (ανατ.), που βρίσκεται ή φυτρώνει κοντά στην έδρα (τον πρωκτό): Εδραίο πτερύγιο ψαριού. 3. που στηρίζεται στην έδρα: Εδραία θέση (γυμναστικό παράγγελμα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑδραῖον — ἑδραῖος sitting masc acc sg ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc sg ἑδραῖος sitting masc/fem acc sg ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραῖα — ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc pl ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραῖοι — ἑδραῖος sitting masc nom/voc pl ἑδραῖος sitting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραῖαι — ἑδραῖος sitting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότερον — ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting adverbial comp ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting masc acc comp sg ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc comp sg ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting adverbial comp ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting masc acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιοτάτων — ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting fem gen superl pl ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting masc/neut gen superl pl ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting fem gen superl pl ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιοτέρας — ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem acc comp pl ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem acc comp pl ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότατα — ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting adverbial superl ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl pl ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting adverbial superl ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”